αυτόφωρο

αυτόφωρο
Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του συνταγματικού δικαίου και από ποινική άποψη. Ενώ γενικά δεν επιτρέπεται σύλληψη ενός προσώπου χωρίς ένταλμα, επιτρέπεται η χωρίς ένταλμα σύλληψη αυτού που διαπράττει το α. έγκλημα· επειδή όμως αυτό εγκυμονεί κινδύνους για την προσωπική ασφάλεια του ατόμου, το σύνταγμα (1975, άρθρο 6) επιτάσσει την προσαγωγή αυτού που συλλαμβάνεται στον αρμόδιο ανακριτή σε προθεσμία 24 ωρών, η οποία παρατείνεται κατά τον αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, και δίνεται νέα προθεσμία 3 ημερών (με δυνατή παρέκταση άλλων 2 ημερών) στον ανακριτή να τον απολύσει ή να εκδώσει εναντίον του ένταλμα προφυλάκισης, διαφορετικά αυτός που συλλαμβάνεται απολύεται υποχρεωτικά. Τα όργανα του κράτους που θα παρέβαιναν αυτούς τους ορισμούς υπέχουν ποινική και αστική ευθύνη. Με τους παραπάνω συνταγματικούς περιορισμούς, οι ανακριτικοί υπάλληλοι και τα αστυνομικά γενικά όργανα έχουν την υποχρέωση και οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν αυτόν που διέπραξε το αδίκημα. Η διαδικασία των α. εφαρμόζεται μόνο στα πλημμελήματα. Η διαδικασία των α. εγκλημάτων εφαρμόζεται και όταν ο δράστης α. εγκλήματος δεν έχει ορισμένη κατοικία μέσα στο κράτος ή αν πρόκειται για οπωσδήποτε κρατούμενο και το μη α. αδίκημα διαπράχτηκε στον τόπο όπου κρατείται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”